- ἐχάρην
- χαίρωrejoiceaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)χαίρωrejoiceaor ind pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειχαρής — ἀειχαρής, ές (Μ) πάντοτε χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χαρὴς < ἔχάρην, αόρ. β τού χαίρω] … Dictionary of Greek
αιματοχάρμης — αἱματοχάρμης, ο (Α) ο αιμοχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα. ατος + χάρμης < χάρμη < ἐχάρην, χαίρω] … Dictionary of Greek
αιμοχαρής — ές (Μ αἱμοχαρής) αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. τού χαίρω] … Dictionary of Greek
αιωνοχαρής — αἰωνοχαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. αυτός που χαίρεται αιωνίως 2. αυτός που φέρνει αιώνια, παντοτινή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + χαρὴς < ἐχάρην < χαίρω] … Dictionary of Greek
δακρυχαρής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στα δάκρυα («δακρυχαρής Πλούτων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + χαρής < εχάρην, αόρ. τού χαίρω (πρβλ. αιμοχαρής)] … Dictionary of Greek